- Σίλερ, Γιόχαν Κρίστοφ Φρήντριχ φον-
- (Schiller). Γερμανός ποιητής και δραματογράφος (Μάρμπαχ, Βυρτεμβέργη 1759 - Βαϊμάρη 1805). Στο Λούντβιχσμπουργκ, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του από το 1766, ο νεαρός Σ. μεγάλωσε σε επαφή με τη μεγαλοπρεπή αυλική ζωή και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις. Παρά την κλίση του προς τις θεολογικές σπουδές, αναγκάστηκε από το δούκα να φοιτήσει στη στρατιωτική ακαδημία και να σπουδάσει νομικά και ιατρική. Στην αρχή έγινε στρατιωτικός γιατρός σ’ ένα σύνταγμα (1780) και το 1781 έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο Οι ληστές, που παίχτηκε στο Μανχάιμ το 1782 και τον έκανε αμέσως διάσημο: η αναληθοφάνεια των χαρακτήρων και των καταστάσεων, η υπερβολική έμφαση και η βεβαιότητα της γλώσσας χανόταν μπρος στο αλάνθαστο δραματικό αίσθημα του μεγαλοφυούς αυτού πρωτολείου. Η παράφορη όμως εξύμνηση της ελευθερίας που περιείχε το έργο δεν άρεσε στο δούκα που απαγόρευσε στο Σ. να γράφει θεατρικά έργα. Εξαγριωμένος ο ποιητής έφυγε και, όταν ο διευθυντής του θεάτρου του Μανχάιμ, Ντάλμπεργκ, αρνήθηκε το έργο του Η συνωμοσία του Φιέσκο στη Γένοβα (1783, πρώτη παράσταση 1784), κατάφυγε στο Μπάουερμπαχ, όπου έγραψε το έργο Ραδιουργία και έρωτας (1784) και άρχισε να γράφει το Ντον Κάρλος. Στο μεταξύ ηρέμησαν τα πράγματα και ο Ντάλμπεργκ ανάθεσε στο Σ., να γράψει για το θέατρο. Έτσι ανέβηκε στη σκηνή ο Φιέσκο στον οποίο ο Σ. ασχολήθηκε μ’ ένα προσφιλές του θέμα της πολιτικής ιστορίας, όπου ο φιλόδοξος άνθρωπος της δράσης παρασύρεται από τον πυρετό της εξουσίας και οδηγείται στην καταστροφή. Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε το Ραδιουργία και έρωτας, «δακρύβρεκτο» αστικό δράμα με επίδραση του Λέσινγκ και έντονα ηθικοκοινωνική διάθεση, όπου η πολιτική και η ερωτική τραγωδία συμπληρώνει η μια την άλλη: ο αγνός έρωτας προσκρούει στην κακοήθεια του πολιτικού κόσμου. Η καταγγελία και η καταδίκη της απολυταρχικής εξουσίας στηρίζονται εδώ συγκεκριμένα στη ρεαλιστική απεικόνιση της διαφθοράς της αυλής και της αθλιότητας των μικροαστών. Στο Μανχάιμ ο Σ. ίδρυσε, το 1784-85, την εφημερίδα Rheinische Thalia και βρήκε ηθική υποστήριξη από την Καρλότα φον Καλμπ. Απογοητευμένος όμως από το θεατρικό περιβάλλον έφυγε στη Λιψία κι έπειτα στη Δρέσδη, όπου φιλοξενήθηκε από τον Γκότφρηντ Καίρνερ, που στάθηκε γι’ αυτόν γενναιόδωρος φίλος και πολύτιμος σύμβουλος. Από τη φιλία αυτή εμπνεύστηκε τον Ύμνο στη χαρά (1785) - που αργότερα τον μελοποίησε ο Μπετόβεν στην 9η Συμφωνία του - τη ρωμαλεότερη έκφραση του σιλερικού λυρισμού, και το Ντον Κάρλος (1787, πρώτη παράσταση 1797), το ειλικρινέστερο και συγκινητικότερο έργο του, αλλά αδύνατο από άποψη δομής, που αντανακλά την εσωτερική αλλαγή του ποιητή: τα, όρια μεταξύ καλού και κακού δεν είναι πια τόσο σαφή, την αγάπη για τα τρυφερά αισθήματα την αντικατασταίνει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής. Αληθινός πρωταγωνιστής δεν είναι ο Δον Κάρλος, αναποφάσιστος και ονειροπόλος, αλλά ο μαρκήσιος της Πόζα, ήρωας με απόλυτη ηθική αγνότητα και στην τραγωδία δεσπόζει το νέο θέμα της φιλίας. Ο Σ.’ αντικατέστησε εξάλλου από τότε τον πεζό λόγο με τον αριστοτεχνικό έμμετρο (πεντασύλλαβο ιαμβικό) που θα χρησιμοποιήσει σ’ όλη τη μετέπειτα δραματική παραγωγή του. Το 1787 ο Σ. εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη κι έπειτα από το αποσπασματικό μυθιστόρημα του Ο οραματιστής (1787-90) ασχολήθηκε με ιστορικές και φιλοσοφικές μελέτες που για δέκα χρόνια τον κράτησαν μακριά από το θέατρο. Το 1789 έγινε καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Ιένας και το 1790 παντρεύτηκε την Καρλότα φον Λένγκεφελντ, πιστή σύντροφο μιας ζωής με οικονομικές δυσκολίες και γεμάτης αρρώστιες. Σ’ αυτή την εποχή ανήκουν τα ιστορικά έργα του, περισσότερο καλές εκλαϊκεύσεις παρά αληθινές ερμηνείες της ιστορίας: Ιστορία της εξέγερσης των Κάτω Χωρών (1788) και Ιστορία του Τριακονταετούς πολέμου (1791-93), που θα χρησιμεύσει ως βάση για τον Wallenstein, ενώ οι πολλές ποιητικές συνθέσεις του, με το σοβαρό και επίσημο ρυθμό, που αποτελούν τη λεγόμενη Gedankenlyrik (λυρική της σκέψης): Οι θεοί της Ελλάδας (1788), Οι καλλιτέχνες (1789), Ο περίπατος (1795), Το ιδανικό και η ζωή (1795), μαρτυρούν την προσπάθεια του να συμφιλίωσα το ιδανικό της κλασικής ομορφιάς με την αυστηρότητα της καντιανής ηθικής προσταγής. Στην περίοδο αυτή ανάγονται μερικά βασικά έργα της σιλερικής αισθητικής: Χάρη και αξιοπρέπεια (1793), Επιστολές για την αισθητική εκπαίδευση του ανθρώπου (1795), Το υψηλό (1802), εκφράσεις της επίμονης προσπάθειας του ποιητή να δημιουργήσει μια αρμονία μεταξύ ένστικτου και ηθικής, μεταξύ ύλης και μορφής, μεταξύ ωραίου και υψηλού. Έτσι κατάληξε στο μορφωτικό ρόλο της τέχνης, που μόνη μπορεί να πραγματοποιήσει αυτή την ανώτερη αρμονία, υψώνοντας τον άνθρωπο από τον υλικό κόσμο της ανάγκης στον ηθικό κόσμο της ελευθερίας.
Τέλος, στο δοκίμιο Αφελής και αισθηματική ποίηση (1795), ξεκινώντας από τη διάκριση μεταξύ των δύο τρόπων αίσθησης, του φυσικού και του νοητικού, ο Σ. παρουσιάζει έναν μεγάλο πίνακα της εξέλιξης της λογοτεχνίας από τους αρχαίους Έλληνες ως ολόκληρο το 18o αιώνα.
Η φιλία με τον Γκαίτε οδήγησε σε μια γόνιμη συνεργασία τόσο στο θεατρικό πεδίο, στη Βαϊμάρη (το 1801 ο Σ. εγκατάλειψε οριστικά την Ιένα), όσο και στο λογοτεχνικό. Προϊόν της συνεργασίας αυτής είναι οι επιθεωρήσεις Οι ώρες (1795-97) και Ημερολόγιο των Μουσών (1796-1800), όπου δημοσιεύτηκαν οι Ξενίαι, σατιρικά επιγράμματα του Σ. και του Γκαίτε που δημοσιεύτηκαν χωρίς ένδειξη συγγραφέα, και το μεγαλύτερο μέρος από τις μπαλάντες του Σ.: Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη, Η εγγύηση, Οι γερανοί του Ιβύκου κλπ. Με την τριλογία Βαλενστάιν: Το στρατόπεδο του Βαλενστάιν (1798), Οι Πικολόμινι (1799), Ο θάνατος του Βαλενστάιν (1799) ο Σ. ξαναγύρισε στο θέατρο. Η αρχικά αμφίβολη φυσιογνωμία του πολεμικού ηγέτη ξεχωρίζει σιγά-σιγά από το πλήθος του πρώτου δράματος ώσπου να λάμψει εκτυφλωτικά στο τελευταίο. Είναι κι αυτή τη φορά η τραγωδία του ασυμβίβαστου της πολιτικής και της ηθικής, που προσωποποιείται από ένα χαρακτήρα αναποφάσιστο, τον οποίο η σιδερένια συνάφεια των γεγονότων αρπάζει και παρασύρει στην καταστροφή. Με τη Μαρία Στούαρτ (1800) ο Σ. έδωσε το θεατρικό αριστούργημα του, μια τραγωδία υποδειγματική για την ισορροπία της δράσης και τη δημιουργία ενός χαρακτήρα ζωντανού και πραγματικού, όπου πετυχαίνεται ο αλλού αδύνατος συμβιβασμός ελευθερίας και ανάγκης. Στην Παρθένο της Ορλεάνης (1801), ο Σ. φαίνεται να πλησιάζει τα ρομαντικά ιδεώδη που, ακόμα και στην κλασικότητα της οργάνωσης (χρησιμοποίηση του χορού ελληνικού τύπου), ξαναπαρουσιάζονται στη Νύφη της Μεσσίνας (1803). Ο Γουλιέλμος Τέλλος (1804), είναι μια απολογία της ελευθερίας όπου το περίγραμμα του κύριου πρόσωπου σβήνει μέσα στα υπερατομικά του λαού, που γίνεται ο πραγματικός πρωταγωνιστής του έργου. Εδώ η πολιτική και κοινωνική απασχόληση του Σ. συγκεκριμενοποιείται σ’ ένα ιστορικό πίνακα που δεν είναι απλό διακοσμητικό φόντο, αλλά άμεση έκφραση της ζωής. Ο Δημήτριος ημιτελές, είναι το τελευταίο έργο του Σ.: παραμερίζοντας το πολεμικό και φιλοσοφικό στοιχείο, που συχνά βάραινε τα έργα του, φαίνεται να Θέλα τώρα ν’ αναλύσει με ανθρώπινους και ψυχολογικούς τόνους την περιπέτεια (το δράμα του σφετεριστή Μπόρις Γκοντουνώφ). Η επιτυχία του Σ., του οποίου τα δράματα χρησίμευσαν ως θέμα πολλών μουσικών έργων (Βέρντι, Ροσίνι) ήταν ολόκληρο το 19o αι. ίση, αν όχι ανώτερη, από την επιτυχία του Γκαίτε, και οφείλεται σε μια παρεξήγηση της επίσημης κριτικής, που καλλιέργησε τη λατρεία του ποιητή, σαν σύμβολου της εθνικής ελευθερίας. Στον αιώνα μας, σε μερικές υποτιμήσεις (Νίτσε, Γκρότσε) αντιθέτονται πολύ θετικές αξιολογήσεις και εξάρσεις του έργου του και του προσώπου του, όχι μόνο στο ποιητικό αλλά και στο ηθικό πεδίο (Τόμας Μαν).
Σκίτσο του Γερμανού ποιητή Φρίντιχ φον Σίλερ στο κρεβάτι του θανάτου (πέθανε σε ηλικία 45 ετών), έργο του Φέρντιναντ Γιάγκερμαν (Βαϊμάρη, Κρατική Βιβλιοθήκη).
Dictionary of Greek. 2013.